Monday, December 29, 2008

LINKS σε άρθρα μου που αφορούν την κρίση

Links σε άρθρα μου που αφορούν την κρίση

Με τη σειρά την οποία εμφανίστηκαν στα διάφορα έντυπα

Κείμενα

Χρηματοπιστωτική κρίση και «οικονομική ρύθμιση»
Μέρος Πρώτο, Απρίλιος-Ιούνιος 2008
Μέρος Δεύτερο: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2008


Ακρίβεια και πληθωρισμός, Αυγή, 07/06/2008


Η κρίση είναι συστημική. Εποχή, Κυριακή 9/11/2008.
σε
Για τον χαρακτήρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Για όλα φταίει η "κερδοσκοπία";, Αυγή, 16/11/2008


Ο δρόμος για την κόλαση, Αυγή, 29/03/2009
πρόκειται για συντομευμένη μορφή κειμένου 
το οποίο υπάρχει ολόκληρο στο ημιτελές blog


Η κρίση και οι μασκοφόροι του νεοφιλελευθερισμού, Αυγή, Μάιος 2009


Όταν το ΠΑΣΟΚ συνάντησε τον Φουκουγιάμα: όψεις της αναμενόμενης οικονομικής πολιτικής του, Αυγή, 4/10/2009


Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΜΙΣΘΩΤΟΙ, Εποχή, Κυριακή, 13 Δεκεμβρίου 2009


ΕΥΡΩΠΗ: Παρατεταμένη αμηχανία γεννά παραφροσύνες … και εδώ, γελοιότητες, 21 Φεβρουαρίου 2010,


Για τη συγκυρία όπως διαμορφώνεται μετά την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, Αυγή, 28/02/2010


Ο "δρόμος για την κόλαση" είναι ανοιχτός, Αυγή, 28/03/2010


Θέσεις για τον τρόπο παράγωγης των οικονομικών γεγονότων στην τρέχουσα συγκυρία Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ν.ΣΥΝ, Ενέδρα, τον Μάρτιο του 2010


Που θα βρεθούν τα λεφτά; (για πολιτικές υπέρ του κόσμου της εργασίας),
στο περιοδικό του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δελτίο Θυέλης τον Απρίλιο του 2010
Τι είναι και τι θέλει το ΔΝΤ από τη ζωή μας, Αυγή, 18/04/2010


Είναι αναγκαία τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη «διάσωση της Ελλάδας»;
Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού του ΣΥΡΙΖΑ, Μπλόκο, το Μάρτιο του 2010


Μία ρωγμή που διευρύνεται, Αυγή, 16/05/2010


Οι κακές αγορές και ο καλός μηχανισμός στήριξης, Εποχή, 16/05/2010


Αντί να αντιμετωπίζουν τις αιτίες, στοχεύουν στις συνέπειες, Αυγή, 23/05/2010


ΚΡΙΣΗ: Ερωτήματα, μύθοι και ο παραλογισμός ως πρόταση διεξόδου, Καραβάνι, Περιοδικό του Κοινωνικού Στεκιού – Στεκιού Μεταναστών Ιούνιος 2010,


Συζήτηση για την Αναδιάρθρωση χρέους : Τα υπέρ και τα κατά, in.gr, 14/07/2010


ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΟΥΣ. Οι προϋποθέσεις για μια αριστερή πρόταση, Εποχή, 24 Ιούλιος 2010


Το φαντασιακό της αριστεράς και η πρόταση εξόδου από το ευρώ, Αυγή, 18/07/2010


Η Ιρλανδία στο μηχανισμό στήριξης, Αυγή, 23/11/2010 (στήλη Συναντήσεις)
http://spirosla.blogspot.com/2010/11/blog-post_2033.html



Πάνω σε ερωτήματα για τη συγκυρία, εφημερίδα Θεσσαλονίκη, 29/11/2010

Video


Sunday, November 09, 2008

Η κρίση είναι συστημική

Δημοσιεύτηλε στην Εποχή την Κυριακή 9/11/2008

Η κρίση είναι συστημική

των Σπύρου Λαπατσιώρα και Γιάννη Μηλιού

Το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα ρύθμισης της χρηματοδότησης

Στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου (σ. 650) ο Μαρξ παρατηρούσε: «Όσο καιρό ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας θα εμφανίζεται ως η χρηματική ύπαρξη του εμπορεύματος, και, επομένως, ως ένα πράγμα έξω από την πραγματική παραγωγή, είναι αναπόφευκτες οι χρηματικές κρίσεις, είτε ανεξάρτητα από τις πραγματικές κρίσεις είτε σαν όξυνση πραγματικών κρίσεων».
            Το σύγχρονο «υπόδειγμα» χρηματοδότησης της παραγωγικής διαδικασίας τοποθετείται χρονικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και προκύπτει από την κατάργηση περιορισμών που είχαν επιβληθεί στο χρηματοπιστωτικό (ΧΠ) σύστημα και τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων μετά την κρίση του ’29, δηλαδή από την ανάπτυξη αυτού που ονομάζουμε νεοφιλελεύθερο πλαίσιο ρύθμισης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα δεν καταργούνται οι ρυθμίσεις και τελικά οι εγγυήσεις που παρέχει ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης στην «ορθή» για τη συσσώρευση λειτουργία του ΧΠ συστήματος, αλλά αντικαθίστανται από άλλες, συμβατές με τις λειτουργίες που απαιτεί το υπόδειγμα αυτό.
Βασικό χαρακτηριστικό του νεοφιλελεύθερου πλαισίου ρύθμισης της ΧΠ σφαίρας αποτελεί η ανάπτυξη της εξωτραπεζικής χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους και των επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές. Επιχειρήσεις, αρχικά μεγάλες με διεθνείς δραστηριότητες αλλά στη συνέχεια επίσης μεσαίου μεγέθους με κατάλληλη πιστωτική αξιοπιστία, χρηματοδοτούν τη δραστηριότητά τους κυρίως μέσα από μη-τραπεζικές πηγές δανεισμού. Εκδίδοντας επιχειρηματικούς βραχυπρόθεσμους τίτλους, είτε δανειζόμενες από διάφορα χρηματοδοτικά μη-τραπεζικά σχήματα (τα οποία περιλαμβάνουν ασφαλιστικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια, hedge funds, ασφαλιστικές εταιρίες και μια πλειάδα άλλων ειδικών μορφών κεφαλαίων) που συνάπτονται γι’ αυτό το σκοπό. Στη συνέχεια αποκτούν πρόσβαση σε εξωτραπεζικές λειτουργίες χρηματοδότησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου όχι μόνο οι επιχειρήσεις αλλά και τα στεγαστικά δάνεια, τα φοιτητικά δάνεια, τα δάνεια για αγορά αυτοκινήτου, οι πιστωτικές κάρτες, τα δάνεια που συνάπτουν οι δήμοι κλπ.
Αυτό το υπόδειγμα χρηματοδότησης, προϋποθέτει την τιτλοποίηση των χρεών και τη διεθνή κινητικότητα των κεφαλαίων, δηλαδή τη συγκρότηση ενός παγκόσμιου χώρου πολλαπλών σφαιρών επένδυσης ατομικών και μεμονωμένων κεφαλαίων, που η λειτουργία του καθιστά αυτές τις προϋποθέσεις διευρυνόμενα αποτελέσματά του.  Ως αποτέλεσμα, συγκροτήθηκε μία Διεθνής του Κεφαλαίου, στην αναζήτηση της ασφαλούς απόδοσης και της αυτοαξιοποίησης του χρήματος, τα μέλη της οποίας επιδίδονται στο να εξερευνούν τον χάρτη των ασφαλών αποδόσεων ανά τη γη. Πρόκειται για μία πολύπλοκη τεχνική που καμώνεται ότι είναι επιστήμη.
Από τον Μαρξ γνωρίζουμε ότι η κεφαλαιακή σχέση παραγωγής αναπαράγει διευρυμένα τον εαυτό της. Και το ελάχιστο στοιχείο που συνθέτει τον εαυτό της είναι μία απαίτηση ιδιοποίησης, ένας τίτλος κατοχής πάνω στην αξία και τους όρους παραγωγής της, μια υπόσχεση ιδιοποίησης υπεραξίας. Επομένως, η τιτλοποίηση των απαιτήσεων στη μελλοντική αξία και υπεραξία συνιστά ένα καθαρό στοιχείο της κεφαλαιακής σχέσης. Η αναπαραγωγή της συνιστά μια αέναη παραγωγή τίτλων και μία αέναη επιχείρηση κάμψης των αντιστάσεων που πηγάζουν από τη φύση και την εργασία, κάμψης των αντιστάσεων στις πιθανές σφαίρες αξιοποίησης και κάμψης των αντιστάσεων που δημιουργούν άλλα κεφάλαια στην κερδοφορία. Η διαχείριση κινδύνου είναι ενσωματωμένη στη διαδικασία παραγωγής ακριβώς γιατί καμία πάλη ενάντια σε κάτι που αντιστέκεται δεν είναι διασφαλισμένη, έτσι που ό,τι βλέπουμε ως τεχνικές διαχείρισης κινδύνου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνέχιση με άλλα μέσα του καθημερινού πολέμου στη σφαίρα παραγωγής. 
Το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα χρηματοδότησης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και αναπαραγωγής επιτέλεσε σημαντικές λειτουργίες για την έξοδο από την κρίση υπερ-συσσώρευσης που εμφανίστηκε τη δεκαετία του '70.
Με την αύξηση των εξωτραπεζικών μορφών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, οι τράπεζες οδηγήθηκαν στην αυξανόμενη τιτλοποίηση ως μέσου μεγέθυνσης του κύκλου εργασιών τους και στην εξασφάλιση προμηθειών από διευκολύνσεις χρηματοδότησης, ως πηγών κέρδους. Όταν κάποιος συνάπτει ένα δάνειο απαιτείται να εμφανιστεί ένα ορισμένο ποσό κεφαλαίου ώστε να υπάρχει εγγύηση σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων του δανειολήπτη. Αυτό όμως περιορίζει τη δυνατότητα χορήγησης δανείων εφόσον απαιτείται να δεσμεύεται κεφάλαιο σε ένα ορισμένο ποσοστό. Αν κάποιος πουλήσει το δάνειο, δηλαδή εκδώσει ένα τίτλο που ο κάτοχός του λαμβάνει τη χρηματοροή του δανείου, πρώτον δεν απαιτείται να δεσμεύσει κεφάλαιο, δεύτερον μπορεί να παρακρατήσει ένα τμήμα της χρηματοροής ως προμήθεια για την έκδοση του τίτλου, επομένως να βρει μία διαφορετική πηγή κερδοφορίας που εξαρτάται ευθέως από την πιστωτική επέκταση που επιτυγχάνεται, δηλαδή το πλήθος των δανείων που εκδίδονται. Ωστόσο, αυτό ενέχει κάποιους περιορισμούς. Πρώτον, γενικά η πιστωτική επέκταση συντελεί στην αύξηση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, δεύτερον η αύξηση των επιτοκίων πλήττει την αξία των υπαρχόντων τίτλων σε περίπτωση ρευστοποίησής τους ή στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται ως εγγύηση για πρόσβαση σε ρευστό χρήμα. Αυτό ενέχει τη δυνατότητα αναταραχών στο πιστωτικό σύστημα, όποτε οι νομισματικές αρχές θεωρούν ότι πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια. Από την άλλη, τα χαμηλά επιτόκια διευκολύνουν τη επέκταση της πίστης και υπό κάποιες συνθήκες πέραν των ορίων που θέτουν οι ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής.
Η ανάδυση και η επικράτηση του νεοφιλελευθέρου υποδείγματος δεν προέκυψε ως ένα πλήρες υπόδειγμα αλλά ως μία διαδικασία η οποία λάμβανε υπόψη τις αποτυχίες, τις επιτυχίες και το μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Δεν επικράτησε αυτόματα σε όλες τις χώρες. Μπορούμε να πούμε ότι διαχύθηκε με μεταβαλλόμενους ρυθμούς μετά την επικράτηση στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την ιστορικότητα συγκρότησης όσο και με τη διάρθρωση του πλέγματος των διεθνών σχέσεων, οι ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό η Βρετανία, αποτέλεσαν κέντρα της διεθνούς ΧΠ σφαίρας από τα οποία διαχέονταν εργαλεία, καινοτομίες, μορφές οργάνωσης κλπ. στο υπόλοιπο διεθνές σύστημα. Επομένως, στοιχείο του πυρήνα του υποδείγματος αποτελεί αυτή η σύνθετη διάθρωση σχέσεων όπου η Wall Street και το City επέχουν θέση κέντρου διάχυσης των νέων ρυθμίσεων και μορφών οργάνωσης του ΧΠ συστήματος.

Οι «ιππότες» της ασφαλούς απόδοσης και τα υποκείμενα της ανασφαλούς ζωής

Η άνοδος των τιμών κατοικίας, η χορήγηση subprime δανείων, η τιτλοποίηση, η αξιολόγηση των τίτλων κλπ. δεν είναι αιτίες αλλά μορφές εμφάνισης και μέσα εκδίπλωσης των στοιχείων και των σχέσεων που συγκροτούν το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, δηλαδή την ειδική μορφή συγκρότησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών μετά το 1980. Tα subprime δάνεια και η αλυσίδα της τιτλοποίησης, που από μια εξωτερική ματιά ενέχονται για την κρίση, αποτελούν στην πραγματικότητα συνέπεια όχι μόνο του τρόπου λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά του συνόλου των στοιχείων που συνθέτουν το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.
            Η παρούσα κρίση που εκδηλώθηκε στη χρηματοπιστωτική σφαίρα είναι έτσι κρίση συστημική. Συστημική με την έννοια ότι γεννήθηκε από τα στοιχεία και τις σχέσεις που συνθέτουν τον πυρήνα του νεοφιλελευθέρου υποδείγματος. Συστημική, επίσης, διότι έπληξε σημαντικούς κόμβους του συστήματος και μέσω αυτών τους όρους λειτουργίας της Διεθνούς του Κεφαλαίου. Συστημική με την έννοια, επίσης, ότι πλήττει το ισχυρότερο κέντρο οργάνωσης του υποδείγματος: Τις αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ (αλλά και της Βρετανίας) που ήταν οδηγητικοί κόμβοι του συνολικού συστήματος για την οργάνωση αγορών, τη μεσολάβηση σε αυτές και την προώθηση χρηματοοικονομικών καινοτομιών και εργαλείων. Και, τέλος, συστημική διότι η ικανότητα του συλλογικού κεφαλαιοκράτη να εγγυάται τη λειτουργία αυτής της ρύθμισης επλήγει.
Το ζήτημα είναι, τελικώς, ότι η κοινωνική ασφάλιση εξαρτάται από τις αποδόσεις των ασφαλιστικών ταμείων, η παιδεία από τα φοιτητικά δάνεια, η εργασία από τη διεθνή αποτίμηση της κερδοφορίας της επιχείρησης στα χρηματιστήρια, τα τρόφιμα από την εύρυθμη λειτουργία των αγορών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, οι λειτουργίες των δήμων από τα αμοιβαία κεφάλαια και τις διεθνείς χρηματαγορές τίτλων, το περιβάλλον από τα δικαιώματα ρύπων και η κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών από το ύψος του χρέους στις πιστωτικές κάρτες.
Στις σημερινές συνθήκες το πρόταγμα για απο-εμπορευματοποίηση των αναγκών, δηλαδή  αγώνας για την οργάνωση των κοινωνιών με βάση την ικανοποίηση των αναγκών και όχι με βάση τον ψυχαναγκασμό του λογισμού της αξιοποίησης των κεφαλαίων επείγει. Το ζήτημα δεν είναι η αναζήτηση μιας «νέας ρύθμισης» για την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού, αλλά η ανάληψη δράσης για την ανατροπή του.


Sunday, June 08, 2008

ακρίβεια

Ακρίβεια και πληθωρισμός


Τις τελευταίες μέρες έχει πλέον πάψει ακόμη και από τα δελτία των 8 να θεωρείται ότι η αύξηση των τιμών (την οποία ονομάζουμε πληθωρισμό) ισοδυναμεί με ακρίβεια. Πλέον έχει αρχίσει να γίνεται κοινός τόπος: ακρίβεια σημαίνει οι τιμές των εμπορευμάτων να αυξάνουν περισσότερο από την όποια αύξηση του εισοδήματος. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη δικαιολόγηση: αν οι μισθοί από 100 αυξηθούν σε 200 και η τιμή από 100 γίνει 150 δεν έχω καμία κατάσταση ακρίβειας, μάλλον το αντίθετο. Για να έχω κατάσταση ακρίβειας πρέπει το εισόδημα από 100 να γίνει 150 και η τιμή από 100 να γίνει 200. Επομένως η αύξηση των τιμών δεν σημαίνει ακρίβεια: πρέπει και τα εισοδήματα να αυξηθούν λιγότερο από τις τιμές και να συνεχίσω να αγοράζω αυτά που αγόραζα για τα οποία αυξήθηκαν οι τιμές.
Οι πολιτικές που ασκούνται τα τελευταία τουλάχιστον 15 χρόνια θέτουν ως στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Για την υπηρέτηση αυτού του στόχου επιστρατεύουν μια ιδέα: αιτία της αύξησης των τιμών είναι η αύξηση των μισθών. Έχει προπαγανδιστεί τόσο πολύ που έχει γίνει σχεδόν κοινός τόπος. Ωστόσο δεν ισχύει.

Τιμή, μισθός, κέρδος

Πρώτη σκέψη. Στην τιμή ενός προϊόντος, ας πούμε ενός πακέτου ζυμαρικών, περιλαμβάνονται το κόστος των πρώτων υλών και οι μισθοί που πληρώθηκαν για να παραχθεί αυτό το πακέτο καθώς και τα κέρδη που αντιστοιχούν στη πώληση αυτού του πακέτου. Είναι άμεσα φανερό ότι όταν αυξάνει ο μισθός που αντιστοιχεί στη παραγωγή μίας μονάδας του προϊόντος δεν έχουμε αναγκαία αύξηση της τιμής. Μπορεί το κέρδος να μειωθεί ανάλογα και η τιμή να μείνει σταθερή. Μόνο εφόσον έχουμε ως «κρυφή» σκέψη ότι τα κέρδη οφείλουν να παραμένουν ανεπηρέαστα ή να αυγαταίνουν μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι η αύξηση των μισθών οδηγεί σε αύξηση των τιμών.
Δεύτερη σκέψη. Μπορεί οι μισθοί και το κέρδος να αυξάνουν και η τιμή να παραμένει σταθερή ή να μειώνεται. Αν πληρώνεις μισθό 100 και ο εργαζόμενος στο ωράριο φτιάχνει 100 πακέτα, ο μισθός που αντιστοιχεί σε ένα πακέτο είναι 1. Ας πούμε ακόμη ότι κάθε πακέτο έχει τιμή 3 ενώ το κόστος πρώτων υλών και το κέρδος είναι 1 στο πακέτο. Αν αυξηθεί η παραγωγικότητα, δηλαδή στο ωράριο φτιάχνονται 300 πακέτα, τότε μπορείς να αυξήσεις τον μισθό στα 150 και συγχρόνως να έχεις περισσότερο κέρδος. Πραγματικά: για κάθε πακέτο θα πληρώνεις μισθό μισό ευρώ, θα έχει κόστος πρώτων υλών 1 και με τιμή 3, θα κερδίζεις 1,5 στο πακέτο ή μπορεί και να μειωθεί η τιμή και να διατηρήσεις 1 ευρώ κέρδος ανά πακέτο με πολύ υψηλότερα συνολικά κέρδη εφόσον έχουμε 300 πακέτα πλέον.
Οι επιχειρήσεις είναι ένας μηχανισμός παραγωγής κέρδους. Κέρδος μπορούν να έχουν και αυξάνοντας την παραγωγικότητα και αυξάνοντας τις τιμές. Οι επιχειρήσεις όμως έχουν διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Επιχειρήσεις που στηρίζονται στην εισαγωγή τεχνολογίας παρουσιάζουν μεγαλύτερη αύξηση παραγωγικότητας από επιχειρήσεις που στηρίζονται μόνο σε εντεινόμενους ρυθμούς εργασίας. Επίσης, η αύξηση των τιμών είναι δυνατή στο βαθμό που δεν κινδυνεύουν να χάσουν μερίδια αγοράς από άλλες επιχειρήσεις: δηλαδή προϋπόθεση είναι μιας μορφής ολιγοπωλιακή δομή (για παράδειγμα, να έχουν ένα προϊόν που διαφέρει από άλλα και δεν υποκαθίσταται εύκολα ή να ελέγχουν σε σημαντικό βαθμό το δίκτυο διανομής του προϊόντος ή οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει μια ολιγοπωλιακή αγορά). Αλλά αυτή η προϋπόθεση ισχύει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις περισσότερες αγορές κάθε ανεπτυγμένης οικονομίας, όχι μόνο της Ελλάδας.
Με βάση τις προηγούμενες σκέψεις καταλαβαίνουμε ότι οι αυξήσεις του κόστους των πρώτων υλών (τροφίμων, μετάλλων, πετρελαίου) που προέρχονται από την αύξηση των διεθνών τιμών αυτών δεν συνεπάγονται αυτόματα αυξήσεις τιμών. Συνεπάγονται τάση μείωσης των τρεχόντων επιπέδων κερδοφορίας, μεγαλύτερη για της χαμηλής παραγωγικότητας, μικρότερη για της υψηλής παραγωγικότητας επιχειρήσεις.

Η ιερότητα του κέρδους

Με βάση επίσης τις προηγούμενες σκέψεις μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα αυτά που ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Πρώτο. Οι επιχειρήσεις υψηλής παραγωγικότητας, ή που έχουν υψηλούς ρυθμούς αύξησής της, παρουσιάζουν αυξημένα κέρδη λόγω της υψηλότερης αύξησης της παραγωγικότητας σε σχέση με τους μισθούς και λόγω του ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δε μεταφράζεται πάντα, όπως θα μπορούσε, σε μείωση των τιμών – αντίθετα μάλιστα. Εδώ υπάρχει και μία δεύτερη διάσταση. Μετά το 2004 η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου (και έναντι του γιέν) καθιστά ακριβότερα τα προϊόντα που εξάγονται εκτός ζώνης του ευρώ. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις που εξάγουν, συνήθως υψηλότερης παραγωγικότητας αλλά όχι μόνο, διαπιστώνουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν μερίδια αγοράς στο εξωτερικό. Την πίεση που προκαλεί αυτή η διαπίστωση μπορούμε να την αισθανθούμε και εμείς από τη διαφορά των τιμών που χρεώνουν οι επιχειρήσεις για τα προϊόντα που πωλούνται εγχώρια σε σχέση με αυτά που εξάγονται. (Ό,τι το 2000 πωλούσαν οι επιχειρήσεις πλην κατασκευών και ενέργειας 100, τώρα πωλείται εγχώρια κατά μέσο όρο 135, ενώ τόσο εκτός ζώνης ευρώ όσο και εντός 113 – στις ευρωπαϊκές χώρες γενικά υπάρχει χαμηλότερος πληθωρισμός έναντι του ελληνικού και οι ελληνικές επιχειρήσεις προσπαθούν να κερδίσουν μερίδια αγοράς. Παρατηρούμε επίσης ότι τα ενδιάμεσα και κεφαλαιουχικά αγαθά εγχώρια πωλούνται σε 140 και έξω σε 114 – ο πιο εντυπωσιακός κλάδος είναι της παραγωγής μονωμένων καλωδίων, όπου εγχώρια πωλεί 605 και εκτός 157). Το συμπέρασμα είναι σαφές. Τα ήδη αυξημένα περιθώρια κερδοφορίας, αυτές οι επιχειρήσεις επιχειρούν να τα αυξήσουν ή να τα διατηρήσουν, μετακυλώντας το κίνδυνο που φέρει κάθε επιχείρηση από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή το κόστος από τις αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών στους «ιθαγενείς» μισθωτούς.
Δεύτερο. Οι επιχειρήσεις με χαμηλή ή με χαμηλούς ρυθμούς αυξανόμενη παραγωγικότητα, για να επιτύχουν τα μέσα περιθώρια κέρδους, δεν μπορούν να αποδεχτούν αύξηση μισθών μεγαλύτερη από την όποια αύξηση παραγωγικότητας έχουν επιτύχει χωρίς να αυξήσουν τις τιμές – διότι αν δεν αυξήσουν τις τιμές μειώνεται το κέρδος ανά μονάδα προϊόντος ή και το συνολικό κέρδος. Όπως όμως γνωρίζουμε το κέρδος είναι «ιερό» και «μη μου άπτου». Αυτές οι επιχειρήσεις προσβλέπουν ως εγγύηση στην ικανοποιητική κερδοφορία τους, με μεγαλύτερη ένταση από την προηγούμενη ομάδα, στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο απορύθμισης της εργασίας (ή μίας πιο βάρβαρης ρύθμισης – το περιεχόμενο σχεδόν κάθε «μεταρρύθμισης» που εξαγγέλλεται τα τελευταία χρόνια). Επειδή μία αύξηση μισθών σε ένα κλάδο αφορά όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου και μία γενική συλλογική σύμβαση όλες τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας για να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τα κέρδη θα ήθελαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από επιχειρήσεις υψηλής παραγωγικότητας, εργαζόμενους που να μην υπάγονται στην κλαδική ή τη γενική σύμβαση. Γενικότερα εργαζόμενους οι οποίοι δεν θα έχουν διαπραγματευτική δύναμη να διεκδικήσουν αυξήσεις μισθών. Η ύπαρξη εργαζομένων χωρίς δικαιώματα, με χαμηλούς μισθούς και ελαστικές σχέσεις εργασίας, γενικά χωρίς συνδικαλιστική έκφραση, αυτή η «δεύτερη αγορά εργασίας», δίνει το «δικαίωμα» «κανονικών» ή και υψηλών περιθωρίων κέρδους σε αυτές τις επιχειρήσεις χωρίς να χρειάζεται να προχωρήσουν σε σημαντικές αυξήσεις τιμών, όπως συνέβαινε σε όλη την περίοδο πριν την ανατίμηση του ευρώ και την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών. Δεν είναι μόνο η γενιά των 700 ευρώ ή μόνο η Μανωλάδα, είναι ένα μεγάλο τμήμα εργαζόμενων που ανήκει σε αυτή τη κατηγορία (εκτιμήσεις της ΓΣΕΕ αναφέρουν πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζομένους που δεν υπάγονται στη γενική συλλογική σύμβαση). Πλην όμως, να σημειώσουμε παρεκβατικά, οι πολιτικές στήριξης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων μέσω της συμπίεσης των μισθών δημιουργούν αντικίνητρα για τις επιχειρήσεις στην επιδίωξη της αύξησης των κερδών μέσω των αυξήσεων παραγωγικότητας, δηλαδή στην αναζήτηση κατάλληλου τεχνολογικού εκσυγχρονισμού.

Ακρίβεια χωρίς πληθωρισμό

Σε αυτή την κατηγορία των εργαζομένων έχουμε ακρίβεια ακόμη και χωρίς πληθωρισμό, επειδή τα εισοδήματα βρίσκονται κάτω από ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Με άλλα λόγια, το νεοφιλελεύθερο σχέδιο γενικευμένης «ευελιξίας» της αγοράς εργασίας, της εγκατάλειψης της ιδέας κατώτατων μισθών, συλλογικών συμβάσεων, ελάχιστου ποσοστού απολύσεων, συνδικαλιστικών ελευθεριών, περιορισμού γενικότερα των δικαιωμάτων των εργαζομένων και συμπίεσης των μισθών έχει ως περιεχόμενο το εξής δίλημμα: αν δε θέλετε πληθωρισμό αποδεχτείτε χαμηλούς μισθούς και την αδυναμία να τους αυξήσετε, δηλαδή αποδεχτείτε την αύξηση των ανισοτήτων, της φτώχειας και την ακρίβεια χωρίς πληθωρισμό.
Συνάμα λειτουργεί και ο έτερος άξονας του νεοφιλελεύθερου σχεδίου: ιδιωτικοποιήσεις. Στο βαθμό που μία επιχείρηση ιδιωτικοποιείται ή λειτουργεί πλέον με κριτήρια παραγωγής κέρδους, είναι φανερό ότι σε κλάδους που, για λόγους κοινωνικής πολιτικής, οι τιμές ήταν χαμηλές αναμένονται αυξήσεις τιμών. Αυτή την αναμονή η κυβέρνηση την εκπληρώνει με το καλύτερο τρόπο: Σε σημαντικές επιχειρήσεις που οι τιμές εξαρτώνται από αποφάσεις της κυβέρνησης παρατηρούμε αυξήσεις τιμών πάνω από το γενικό επίπεδο πληθωρισμού με σημαντικότερο παράδειγμα τη ΔΕΗ (δεν μπορεί η ΔΕΗ να είναι μετοχική επιχείρηση και να μην παρουσιάζει κέρδη – βεβαίως η αύξηση των τιμών επιτρέπει και την είσοδο άλλων επιχειρηματιών στην αγορά ενέργειας). Επιπρόσθετα στο βαθμό που υποχρηματοδοτούνται τομείς του δημοσίου, όπως για παράδειγμα η υγεία και η παιδεία, οδηγούνται όσοι μπορούν να ανταπεξέλθουν ή όσοι είναι αναγκασμένοι (ακόμη και με δάνεια) στον ιδιωτικό τομέα υγείας και παιδείας. Αυτή η τάση μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα για άλλα αγαθά, επομένως διογκώνει την ακρίβεια.

Κρίση των μισθών και «κρίση»

Μπορούμε να συμπεράνουμε: η εγγύηση της δυνατότητας κερδοφορίας, μέσω της αποδυνάμωσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων και επομένως των εισοδημάτων τους, που παρέχουν οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, αποτελεί τον βασικό όρο της ακρίβειας, εντός της οποίας ζει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, και της εξώθησης στη φτώχεια ενός μεγάλου επίσης υποσυνόλου του. Ο πληθωρισμός, η αύξηση των τιμών, είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας των επιχειρήσεων να διατηρήσουν τα ιστορικά υψηλά επίπεδα κερδοφορίας που εμφανίζουν, δηλαδή μετακυλώντας στους μισθωτούς τα αποτελέσματα αύξησης του κόστους. Η ανομοιογένεια των αυξήσεων παραγωγικότητας και των τάσεων πτώσης του κέρδους καθορίζει τις τάσεις αύξησης των τιμών. Και τέλος, αν υπάρχει μία κρίση, αυτή έγκειται στην κρίση που αντιμετωπίζουν οι μισθωτοί (εφόσον κρίση κερδών δεν υπάρχει, τουλάχιστον προς το παρόν) και στους φόβους να διαμορφωθεί η πιθανότητα/δυνατότητα αυτή η κρίση να μετατραπεί σε αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης και αποδιάρθρωση της κοινωνικής βάσης που αντιπροσωπεύεται σε αυτή.