Monday, March 29, 2010

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ…

Ολόκληρο το κειμένο το οποίο δημοσιέυτηκε συντομευμένο στην Αυγή, 29/03/2009 
(http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=445310)




Ο δρόμος για την κόλαση….


Σπύρος Λαπατσιώρας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε συντομευμένο στην Αυγή 2009/03/29


Σύμφωνα με τον Τσέχο πρωθυπουργό Topolanek και πρόεδρο της ΕΕ οι μεγάλες δημόσιες δαπάνες, που πραγματοποιεί ο Obama και ζητά να υιοθετήσουν και οι υπόλοιπες κυβερνήσεις των G20, για να ανακάμψει η παγκόσμια οικονομία  αποτελούν «δρόμο για την κόλαση».
Ο χαρακτηρισμός «δρόμος για την κόλαση» αποτελεί απάντηση στην πιο σημαντική ερώτηση που αφορά την παγκόσμια κοινότητα: «ποια είναι η κατάλληλη πολιτική για την έξοδο από την κρίση»;
Η απάντηση των ΗΠΑ είναι «από κοινού και συντονισμένα μεγάλες δημόσιες δαπάνες με στόχο την σημαντική αύξηση της ζήτησης»: δεν μπορεί μία χώρα μόνο να αναλάβει το έργο εξόδου της παγκόσμιας οικονομίας από την κρίση.
Αυτή η πολιτική είναι που χαρακτηρίζεται «δρόμος για την κόλαση» από τους Ευρωπαίους γραφειοκράτες και πολιτικούς ηγέτες. Χωρίς άκομψες διατυπώσεις οι θεσμικοί παράγοντες της ΕΕ και προπάντων οι Μέρκελ και Σαρκοζύ, πρωθυπουργοί της Γερμανίας και της Γαλλίας, δηλώνουν ότι η απάντηση των ΗΠΑ δημιουργεί μελλοντικούς κινδύνους πολύ σοβαρούς. Η Ευρώπη απαντά διαφορετικά, συνδέοντας δύο διαφορετικά ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι οι δαπάνες της ΕΕ αρκούν προς το παρόν και πρέπει να περιμένει κανείς να εκτελεστούν για να φανεί η απόδοσή τους και η πιθανή ανάγκη νέων μέτρων. Το δεύτερο είναι ότι ο οποιοσδήποτε συντονισμός με τις ΗΠΑ δεν αφορά τις δαπάνες. Ας αποφασίσουν οι ΗΠΑ τις δαπάνες θα κάνουν στον επικίνδυνο δρόμο που ακολουθούνε. Στο κάτω-κάτω, όπως έχει ειπωθεί, οι ΗΠΑ δημιούργησαν το πρόβλημα άρα αυτές πρέπει να επωμιστούν και τα μεγαλύτερα βάρη για να το λύσουν
Γιατί η Ευρώπη δίνει αυτή την απάντηση η οποία ως πυρήνα της έχει το γνήσιο πνεύμα της συνθήκης των Βερσαλλιών (ο χαμένος να πληρώσει τους υπόλοιπους) και επομένως φαίνεται να επωμίζεται και τις συνέπειες ενός τέτοιου πνεύματος; Την εμβάθυνση της ύφεσης σε όλο τον κόσμο; Η στάση της Ευρώπης κατά πρώτον θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υστερόβουλη: οι ΗΠΑ θα πληρώσουν ούτως ή άλλως και αν περιμένουμε θα ανακοπεί η ένταση της κρίσης με τα λεφτά άλλων. Αλλά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα.
Όταν λέμε Ευρώπη με πολλούς τρόπους πρέπει να σκεφτόμαστε τη Γερμανία. Όχι μόνο λόγω του οικονομικού μεγέθους, της δημοσιονομικής ευχέρειας που έχει και των μεγάλων πλεονασμάτων από το εξωτερικό εμπόριο όντας πρώτη εξαγωγική δύναμη αλλά και λόγω του ότι τους προηγούμενους μήνες αυτή έδωσε τον τόνο και καθόρισε το κανόνα της πολιτικής της Ευρώπης επαναφέροντας στην τάξη όσους φλέρταραν (μεταξύ άλλων Σαρκοζί, Ανατολική Ευρώπη – το μεγαλύτερο εξαγωγικό της εταίρο) με την ιδέα μίας πιο ενεργούς παρέμβασης της Ευρώπης στην αντιμετώπιση της παγκόσμια οικονομικής κρίσης.
Η Ευρώπη αποτυγχάνει να αναγνωρίσει το βάθος της κρίσης και το σημείο καμπής που σημειώνει ο ιστορικός χρόνος. Όχι μόνο απορρίπτει την απάντηση των ΗΠΑ – δεν συζητάμε για άλλους δρόμους προς την κόλαση όπως του Τσάβες που αυξάνει κατά 20% τον κατώτατο μισθό ως απάντηση στη κρίση με δεδομένη τη μείωση της τιμής του κύριου εξαγωγικού προϊόντος, του πετρελαίου – αλλά ακυρώνει τη σύνοδο για την απασχόληση το Μάιο όταν στην Ευρώπη τουλάχιστον 6 εκατομμύρια εργαζόμενοι αναμένεται να χάσουν τη δουλειά τους τα επόμενα δύο χρόνια, όταν η ύφεση χτυπάει τη πόρτα της με περισσότερη ένταση από αυτή των ΗΠΑ (στη Γερμανία η πτώση του ΑΕΠ το 2009 εκτιμάται πάνω από 4% όταν στις ΗΠΑ είναι γύρω στο 3%, στην Ισπανία η ανεργία οδεύει για 20% το 2010, η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής κινείται μεταξύ 10% και 20% για της χώρες της Ευρωζώνης, το εμπόριο συστέλλεται επίσης με διψήφια νούμερα, στην Ελλάδα και την Ιταλία τίθενται ζητήματα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και στη πρώτη ασκείται πολιτική η οποία επιδεινώνει την ύφεση)
Μία εξήγηση γι’ αυτή την ιστορική αποτυχία είναι ότι η κρίση πρώτα χτύπησε τις ΗΠΑ και καθυστέρησε να φτάσει στην Ευρώπη. Ειδικά όταν έφτασε στη Γερμανία στις αρχές του 2009, δεν βρήκε ούτε υψηλές τιμές ακινήτων, ούτε υψηλό χρέος νοικοκυριών και δεν έπληξε το κατασκευαστικό τομέα. Έπληξε τομείς που η δημοσιονομική παρέμβαση δεν έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα στο εσωτερικό της χώρας. Η πτώση των εξαγωγών, με τη μεγαλύτερη συμβολή στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, της Γερμανίας δεν αντιμετωπίζεται με γερμανική δαπάνη ενώ τα προβλήματα της αυτοκινητοβιομηχανίας δεν απαιτούν εκτεταμένα μέτρα. Επομένως την ανάγκη εκτεταμένα αυξημένης δημόσιας δαπάνης η Γερμανία την αντιμετωπίζει με μία υστέρηση χρόνου σε σχέση τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ένας δεύτερος λόγος που πρέπει να πάρουμε υπόψη είναι ότι μία αύξηση των δημοσίων δαπανών άμεσα συνοδεύεται και από αύξηση του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων. Τα αυξημένα ελλείμματα θέτουν σε δοκιμασία το Σύμφωνο Σταθερότητας και το όριο του 3%. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε ότι με τα τρέχοντα μέτρα το έλλειμμα για τη Γερμανία το 2010 υπολογίζεται από το ΔΝΤ σε 4,6%, για τη Γαλλία σε 6,3%, την Ιταλία 4,3% την Ισπανία 6% και για χώρες με μεγαλύτερη παρεμβατικότητα όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ σε 8,1% και 8,9% αντίστοιχα. Για τη Γερμανία αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία εφόσον πρώτο η Μέρκελ ψήφισε νόμο ώστε από το 2016 δεν θα επιτρέπονται ελλείμματα στη Γερμανία πάνω από 0,35% του ΑΕΠ και δεύτερο η αύξηση των ελλειμμάτων θέτει σε καθεστώς αμφισβήτησης το όριο του 3% δεδομένου των περιοριστικών πολιτικών που θα πρέπει να ακολουθηθούν αμέσως με το ξεπέρασμα της κρίσης ή στη διάρκειά του (όπως στην Ελλάδα) ώστε να διατηρηθεί. Το αυξημένο δημόσιο χρέος είναι ακόμη πιο σημαντικό. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι με τα υπάρχοντα επίπεδα παρέμβασης, το χρέος θα αυξηθεί για τη Γερμανία σε επίπεδο 80% του ΑΕΠ το 2010 (σε σχέση με 65% το 2007), τη Γαλλία 77% (64%), την Ιταλία 112% (104%), την Ισπανία σε 53% (36%) μικρότερη αύξηση βέβαια από τις ΗΠΑ (90% από 63%) και τις Ιαπωνίας (225% από 195%). Σε κάθε περίπτωση το αυξημένο χρέος θέτει ένα ζήτημα εξυπηρέτησης του. Πέραν της πίεσης που ασκεί στα επιτόκια, αν θεωρήσουμε ότι σε αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται απώλειες των ασφαλιστικών ταμείων από τους τίτλους που κατείχαν και επομένως την ανάγκη ενίσχυσης καθώς και με την υπόθεση ότι δεν θα προκύψει ανάγκη περαιτέρω δαπανών σε σχέση με τις υπάρχουσες, θέτει ήδη ζητήματα εγγυήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την εξυπηρέτηση του από κάθε χώρα. Εγγυήσεων που τίθενται ήδη από τώρα είτε με τη μορφή έκδοσης ευρωομολόγου είτε με τη μορφή αγοράς κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτές οι κατευθύνσεις απαιτούν εκτεταμένες αλλαγές της θεσμικής οργάνωσης της ΕΕ. Για παράδειγμα η έκδοση ευρωομολόγου περιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας τόσο της Γερμανίας όσο και της Γαλλίας στην άσκηση εθνικών πολιτικών εφόσον αυτές θα αναλάβουν το κύριο βάρος αλλά επίσης αδυνατίζει την πίεση των αγορών πάνω στις πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων της ευρωζώνης. Επομένως από την μία, ο αυτόματος πιλότος προσαρμογής της οικονομικής πολιτικής, ο μηχανισμός υποβάθμισης των αναγκών των κοινωνιών τίθεται υπό αμφισβήτηση με μακροπρόθεσμες συνέπειες ή διαφορετικά θα πρέπει να υπάρξει πανευρωπαϊκός καθορισμός των επιμέρους μακροοικονομικών πολιτικών. Από την άλλη τις αυξημένες δαπάνες της Ευρωζώνης αναλαμβάνει να τις καλύψει ο γερμανικός προϋπολογισμός χωρίς τα αντίστοιχα οφέλη (20% συνεισφορά στον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και επιστροφή γύρω στο 12%).
Εδώ αναδεικνύονται και άλλοι κίνδυνοι. Πρώτο, η πίεση για τέτοιου τύπου παρεμβάσεις και ρυθμίσεις καθιστούν την ιδέα του παρόντος ευρωσυντάγματος ξεπερασμένη, αναχρονιστική. Ένα σύνταγμα που θεσπίζει ως οικονομική πολιτική το νεοφιλελευθερισμό δεν συνάδει με τέτοιες θεσμικές αλλαγές οι οποίες υποσκάπτουν την επέλαση των νεοφιλελευθέρων πολιτικών στην Ευρώπη. Δεύτερο, οι περιοριστικές πολιτικές για μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους μετά την κρίση θέτουν σε δοκιμασία τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Επειδή η υπεράσπιση των πολιτικών της παρούσας γραφειοκρατία και πολιτικής ηγεσίας για ένταση της άνισης διανομής του εισοδήματος (ο Σαρκοζί για παράδειγμα έχει ως πολιτική σημαία την υπόσχεση μείωσης της φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων και των εταιρικών κερδών) έχει πιθανή συνέπεια ο κόσμος της εργασίας να κληθεί να δεχτεί «μεταρρυθμίσεις» και μειώσεις του εισοδήματος με πιο γρήγορους ρυθμούς απ’ ότι είναι πιθανό να ανεχτεί.
Φαίνεται πιο λογικό, απέναντι σε τάσεις και θεσμικές μετατοπίσεις που δεν αναστρέφονται εύκολα – γιατί να μην δράσουν οι κοινωνίες με αντίστοιχο τρόπο επεκτατικών δημοσίων δαπανών και στη διαφαινόμενη κρίση των ασφαλιστικών ταμείων ή του ευρωπαϊκού συστήματος υγείας ή τη χρηματοδότηση της Παιδείας– να υπάρξει ένας κανόνας εθνικής αναδίπλωσης τόσο για τη Γερμανία όσο και για τη Γαλλία. Κάθε χώρα θα αντιμετωπίσει τη κρίση με ίδια μέσα. Επομένως οι χώρες είτε θα συνεχίσουν να υπόκεινται στον έλεγχο και την τυραννία των αγορών για την αξιολόγηση και χρηματοδότηση της πολιτικής τους για να μη γίνου άφρονες (Ελλάδα, Ιταλία), είτε των περιοριστικών πολιτικών του ΔΝΤ αν χρειαστεί να προσφύγουν σε αυτό. Δεν μπορεί το ασφαλιστικό σύστημα της Ουγγαρίας να το πληρώνει η Γερμανία. Πρέπει να μεταρρυθμιστεί στη γνωστή κατεύθυνση άρσης του – όμως επειδή θα επιβληθεί ως ανάγκη όχι από τη Γερμανία ή από την ΕΕ, όπως πιθανόν θα απαιτούσαν οι ρυθμιστικές συμφωνίες έκδοσης ευρωομολόγου, αλλά από φυσικές δυνάμεις μη-ελεγχόμενες πολιτικά.
Η πολιτική της ΕΕ αναγκαία συνεπάγεται μία υποτίμηση της διάρκειας και της έντασης της κρίσης αλλά και την ανάπτυξη των πιο επιθετικών πλευρών της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πολιτικής. Όπως έδειξαν οι τελευταίες σύνοδοι η κρίση πλέον θεωρείται μία ευκαιρία στο βαθμό που δεν συνιστά καταστροφή. Αδυνατίζει τις αντιστάσεις, στο βαθμό που η ανεργία κινείται σε επίπεδα θεωρούμενα διαχειρίσιμα από την πολιτική ηγεσία, ας πούμε μεταξύ 10% και 15%, στην προώθηση των «μεταρρυθμίσεων», στην ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.
Επομένως δεν υπάρχει άρνηση της Ευρώπης γενικά. Αλλά μία άρνηση του ειδικού συντονισμού, της γενικευμένης παρέμβασης που δημιουργεί θεσμικές ανατροπές ή δίνει τη δυνατότητα εξασθένισης της επέλασης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αποτελεί ένα στοίχημα: να μετατραπεί η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού σε κινητήριο δύναμη εμβάθυνσής του. Τόσο μύωπες που παίζουν με τη καταστροφή, τόσο αλαζόνες που θεωρούν ότι θα επιβάλλουν αβρόχοις ποσί στην κοινωνία μία πολιτική εμβάθυνσης της κρίσης.
Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία αισθάνεται ιδιαίτερα πιεσμένη: της ζητείται όχι μόνο να βοηθήσει τον αναπτυσσόμενο κόσμο (αύξηση συμμετοχής της ΕΕ στα προγράμματα χρηματοδότησης του IMF), όχι μόνο να σώσει την Ανατολική Ευρώπη, αλλά να σώσει το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να πολεμήσει και την ύφεση στο εσωτερικό της και παγκόσμια. Πολύ μεγάλο φορτίο. Από την άλλη όμως θέτει στις ΗΠΑ το ίδιο δίλλημα ενισχυμένο: όχι μόνο να σώσουν την οικονομία τους από την ύφεση αλλά και να χρηματοδοτήσουν αυτοί μία παγκόσμια ανάκαμψη (χρηματοδοτώντας μαζί και τον περιορισμό της ύφεσης στην ΕΕ μέσω της αύξησης εισαγωγών) παραιτούμενοι επιπρόσθετα από τα κυριαρχικά δικαιώματα στην πιο ανταγωνιστική βιομηχανία τους (ένα από τα βασικά περιεχόμενα των μέτρων που προτείνει η Ευρώπη για τη ρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος) και επιπρόσθετα να αναλάβουν αγόγγυστα τα παραπάνω χωρίς να εγείρουν ζητήματα προστατευτισμού ή να επιτρέψουν υπερβολικές διακυμάνσεις του δολαρίου. Είναι σαν η Ευρώπη απλά να προσπαθεί για να σώσει τη νεοφιλελεύθερη μορφή του οικοδομήματός της να μεταθέτει τα βάρη διεθνώς αλλού και στο εσωτερικό της στις πλάτες των εργαζομένων των συνταξιούχων και των νέων. Και αν κρίνουμε από τις Βερσαλλίες δεν πρόκειται για ιστορικά δικαιωμένη επιλογή.
Από τη σκουριασμένη γραφειοκρατία και το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης, που αφού καταδίκασαν το νεοφιλελευθερισμό made in USA με παράτες γίνονται οι ιεραπόστολοι του «μόνου γνήσιου» νεοφιλελευθερισμού, με «ανθρώπινο» πρόσωπο όταν απαιτείται, λίγα έχουμε να περιμένουμε για μια κοινωνία αλληλεγγύης. Ο εκβιασμός, η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού ενάντια στην κοινωνία στο εσωτερικό της Ευρώπης, που ασκείται για να κρατηθεί το όραμα Europe Ltd ζωντανό, το στοίχημα της Ευρώπης, εξαρτάται τόσο από το βάθος και τη διάρκεια της κρίσης όσο και από τις αντοχές των λαών της Ευρώπης. Πόσες χρεωκοπίες κρατών, ανεργία, προγράμματα λιτότητας, πτώση εισοδημάτων φτώχεια και απώλειες ασφαλιστικών ταμείων μπορεί να αντέξει , «στο δρόμο για την κόλαση» που διανοίγει;.
Το σύνθημα για μία άλλη Ευρώπη, με πολιτική, κοινωνική και οικονομική δημοκρατία, που θα θέτει τους πολίτες της και τις ανάγκες τους πάνω από τις αγορές,  ποτέ δεν ήταν περισσότερο επίκαιρο και επιτακτικό από τώρα.

28 Μαρτίου 2009

Tuesday, March 02, 2010

Είναι αναγκαία τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη «διάσωση της Ελλάδας»;

Είναι αναγκαία τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη «διάσωση της Ελλάδας»;

Το ερώτημα – και ειδικά η σημασία της λέξης «αναγκαίο» –έχει να κάνει με το αν τα μέσα («τα μέτρα») είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός σκοπού («τη διάσωση»). Ενέχονται δύο υποερωτήματα:

Α) Με δεδομένο το στόχο, παίρνονται τα μέτρα που ορθολογικά εξυπηρετούν την επίτευξη του στόχου;

Ας ορίσουμε το σκοπό, δηλαδή το τι σημαίνει «διάσωση» με βάση την τρέχουσα πρόταση των διαμορφωτών κοινής γνώμης: να βελτιωθεί η δημοσιονομική εικόνα των οικονομικών του κράτους. Δηλαδή να μικρύνει το άνοιγμα μεταξύ δαπανών και εσόδων του προϋπολογισμού. Αυτό μπορεί να το κάνει κόβοντας δαπάνες, όπως επιχειρεί η κυβέρνηση, ή αυξάνοντας τα έσοδα, όπως αναγκάζεται κάνει, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Βασικό ερώτημα το οποίο μπορεί να τεθεί είναι αν ένα άλλο μίγμα μείωσης δαπανών και αύξησης εσόδων, τεχνικά, θα επιτύγχανε το σκοπό καλύτερα, ή αν κοινωνικά θα ήταν περισσότερο επιθυμητό ένα άλλο μίγμα το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να πετύχει τον ίδιο σκοπό. Για παράδειγμα αν δινόταν η δυνατότητα στα ασφαλιστικά ταμεία να αγοράσουν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο η πίεση των δημόσιων οικονομικών από τις ασφαλιστικές δαπάνες μάλλον θα ήταν μικρότερες, αν αναλογιστούμε επίσης ότι η διαχείριση αυτής της τράπεζας θα μπορούσε να αποτελεί και εργαλείο παρεμβάσεων κοινωνικής πολιτικής σε συνδυασμό με ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο τα μέτρα δεν κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Από την πλευρά των εσόδων πάλι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί φορολογία για τα τραπεζικά κέρδη όχι στα επίπεδα του 7% αλλά του 25%, ότι η εκκλησιαστική περιουσία θα υπόκειτο σε υψηλή φορολογία, με την παράλληλη αύξηση της φορολογίας των μεσαίων-ανώτερων στρωμάτων και διάφορα άλλα – δεν λείπουν οι προτάσεις.
Ωστόσο υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο κριτικής της ορθολογικότητας των μέτρων. Αυτά τα μέτρα εντείνουν την ύφεση. Για παράδειγμα η μείωση εισοδημάτων που εμπεριέχουν αυξάνει τις επισφάλειες των τραπεζών και επομένως οδηγούν το τραπεζικό σύστημα να περιστείλει περεταίρω της παροχή ρευστότητας στους υπόλοιπους οικονομικούς κλάδους. Να αναφέρουμε ακόμα ότι από το έργο του Keynes και μετά θεωρείται μονόδρομος η αύξηση των δημοσίων δαπανών σε περιόδους ύφεσης ώστε να αντισταθμιστεί η «απεργία» που κηρύσσει ο ιδιωτικός τομέας, ώστε να τονωθεί η ζήτηση και μέσω αυτής η απασχόληση.
Με άλλα λόγια τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση είτε αυξάνουν το χάσμα μεταξύ εσόδων και δαπανών λόγω πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας είτε οδηγούν στην επίτευξη του στόχου αλλά με κόστος μία βαθειά ύφεση στα οικονομικά των πολλών νοικοκυριών τα επόμενα χρόνια και θεσμικά αλλάζουν επί τα χείρω τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Κατά συνέπεια η ορθολογικότητά τους ως προς το σκοπό είναι τουλάχιστον υπό αίρεση, εκτός αν εννοούμε με τη λέξη οικονομία μόνο τα οικονομικά του κράτους και όχι τα οικονομικά των μισθωτών, των ανέργων και των συνταξιούχων.
Πλέον η μόνη αναγκαιότητα που μένει για αυτά είναι η υποτιθέμενη εξωτερική επιβολή, με σιδηρούν χέρι, του μίγματος των μέτρων: κλίνουν σε όλες τις κλίσεις Αλμούνια και αναπτύσσουν μία φιλολογία ότι είναι ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας. Πρόκειται για δύο φύλλα συκής.

Β) Είναι αναγκαίος ο στόχος;

Η επερώτηση της αναγκαιότητας του σκοπού είναι το ίδιο αποκαλυπτική. Ο σκοπός σε ευρωπαϊκό επίπεδο ορίστηκε από την περασμένη άνοιξη, πριν τη σύνοδο των G-20 και εκφράστηκε συμπυκνωμένα μέσω της ρήσης του Topolanek, Τσέχου προεδρεύοντος τότε της ΕΕ: κάθε αύξηση των δαπανών για να τιθασευτεί η ανεργία συνιστά δρόμο για την κόλαση. Αυτή την απάντηση συνυπέγραψαν όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ, αναμένοντας μοιρολατρικά τις μηχανές των ΗΠΑ και τη Κίνας να βγάλουν από την ύφεση μία Ευρώπη που θέλει να σώσει το υπάρχον θρυμματισμένο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Με άλλη διατύπωση: να δούμε την κρίση σαν ευκαιρία για να «μεταρρυθμίσουμε» την αγορά εργασίας, να μειώσουμε τους μισθούς, να «μεταρρυθμίσουμε» το ασφαλιστικό, να ιδιωτικοποιήσουμε περαιτέρω την υγεία, τώρα που οι δυνάμεις της εργασίας θα είναι αδύναμες.
Όμως ο σκοπός αυτός δεν είναι αναγκαίος. Γιατί θα πρέπει να υπηρετηθεί;
Ας αναλογιστούμε για παράδειγμα ότι μείωση δαπανών δεν σημαίνει αναγκαστικά μείωση κοινωνικών δαπανών (σε μια χώρα μάλιστα με τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες), όπως με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο δείχνει η όλη συζήτηση για το σύστημα υγείας των ΗΠΑ).

Υπάρχουν αναγκαιότητες που αποκρύπτονται

Ποια επιτροπή θα διακινδύνευε τη συνοχή της ΕΕ αν αναπτυσσόταν ένα κοινωνικό κίνημα που θα αμφισβητούσε όχι μόνο τα υιοθετούμενα μέτρα αλλά και τον ίδιο το σκοπό, τη στιγμή μάλιστα που η πολιτική που παράγει αυτά τα μέτρα βάλλεται ακόμα και στους διεθνείς οργανισμούς, π.χ. από τον Φλάσμπεκ (διευθυντή τμήματος στην UNCTAD), ο οποίος θεωρεί ότι το πρόβλημα σήμερα προέκυψε από τη μείωση των μισθών στη Γερμανία και ότι απαιτείται έκδοση ευρωομόλογου για τη στήριξη των δημοσιονομικά αδύναμων χωρών.
Υπάρχει μία εικόνα από αμερικάνικές ταινίες: ένα αυτοκίνητο στη μία άκρη του δρόμου, ένα άλλο στην άλλη άκρη του δρόμου. Ξεκίνανε με ταχύτητα το ένα ενάντια στο άλλο. Όποιος στρίψει πρώτος έχασε. Αυτό το παιχνίδι παίζεται όχι μόνο μεταξύ κύκλων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ελλάδας αλλά πλέον στο σύνολο των ανταγωνισμών που διέπουν την ΕΕ, απλά η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ έβγαλε το αυτοκίνητο εκτός δρόμου, φοβούμενη μήπως έρθει σε σύγκρουση με τις κοινωνικές συμμαχίες που στηρίζουν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο σε Ελλάδα και Ευρώπη, όπως φάνηκε πολύ γρήγορα και από το νομοσχέδιο για τις τράπεζες.
Με άλλα λόγια, η μόνη αναγκαιότητα πλέον που μένει για τη δικαίωση των μέτρων και του σκοπού που υποτίθεται ότι υπηρετούν είναι να πειστούμε, μέσω της τρομοκρατίας που ασκούν οι κάτοχοι κεφαλαίου και οι συλλογικοί τους εκπρόσωποι, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.

Σπύρος Λαπατσιώρας και Γιάννης Μηλιός
Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τέυχος του περιοδικού του ΣΥΡΙΖΑ Μπλόκο, το Μάρτιο του 2010

Θέσεις για τον τρόπο παράγωγης των οικονομικών γεγονότων στην τρέχουσα συγκυρία

Κείμενο το οποίο δημοσιέυτηκε στο περιοδικό της Νεολαίας Συνασπισμού, ΕΝΕΔΡΑ το Μάρτιο του 2010


Θέσεις για τον τρόπο παράγωγης των οικονομικών γεγονότων στην τρέχουσα συγκυρία

Για την αντικειμενικότητα και το ρεαλισμό των πολιτικών που πηγάζουν με αναφορά στους αριθμούς του χρέους και των ελλειμμάτων ή πιο συνοπτικά ενάντια στην εθνική συναίνεση για πολιτικές εις βάρος του κόσμου της εργασίας.

Θέση 1 (για την αντικειμενικότητα των αριθμών και των συμπερασμάτων που τους επικαλούνται)
Την επικαιρότητα την έχουν κατακλύσει κάποιοι αριθμοί. Το χρέος, το έλλειμμα, οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου κλπ. Αυτοί οι αριθμοί χρησιμοποιούνται ως αντικειμενικά στοιχεία ώστε να πειστούμε ότι πρέπει να ακολουθηθεί η τάδε ή άλλη πολιτική. Συγκεκριμένα η παράθεσή τους υποβάλλει την αντίληψη ότι αντικειμενικά η θέση της χώρας είναι δεινή, θέση η οποία διορθώνεται μόνο αν σκύψουμε σε αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα και λύσουμε το ζήτημα των οικονομικών του κράτους: να περικόψουμε δαπάνες, να αυξήσουμε έσοδα, να μειώσουμε τους μισθούς, να ιδιωτικοποιήσουμε το τάδε ή το δείνα.
Ως αριστεροί το πρώτο το οποίο πρέπει να επερωτήσουμε είναι το κατά πόσο αυτή η επίκληση της μαγείας των αριθμών που ως στόχο έχει την εθελούσια συμφωνία όλων στην ύπαρξη μόνο μίας λύσης, (αυτή που προστάζουν οι ευρωπαίοι επίτροποι, οι εταιρείες πιστωτικής αξιολόγησης, οι αναλύσεις των τραπεζών και βρίσκουν τη συναίνεση της κυβέρνησης), συνιστά όντως κάτι αναπόδραστο. Ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά παρά να υποταγούμε σε μία πολιτική, αν όχι σε μία κυβέρνηση, εθνικής σωτηρίας που θα αναλάβει να εκτελέσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα το οποίο προκύπτει από απλά μαθηματικά, τεχνικά θέματα τα οποία δεν έχουν σχέση με πολιτική, ταξικά συμφέροντα και άλλα συναφή, και αποτελεί την αναγκαία συνθήκη ώστε να μη χρεοκοπήσουμε ως χώρα.

Δύο βασικές σκέψεις για το σχηματισμό της επερώτησης.

Αυτοί οι αριθμοί, χρέος κλπ., δεν είναι απλοί αριθμοί από πολλές απόψεις.
Πρώτον, Αυτοί ως αριθμοί δεν είναι ίδιας «υφής» με άλλους αριθμούς. 100 βαθμοί Κελσίου σημαίνουν ότι βράζει το νερό (συν-πλην για διάφορους τύπους νερού), παθαίνεις έγκαυμα αν πέσει επάνω σου κλπ. Το χρέος και οι συν αυτώ αριθμοί που μας κατακλύζουν δεν έχει να κάνει με τίποτα από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει κανένας οικονομικός νόμος που να λέει ότι 40%, 60% ή 120% χρέος δημιουργεί μία καθορισμένη αλυσίδα αποτελεσμάτων για την οικονομία.
(Παράδειγμα: Η Ισπανία έχει 60% χρέος και αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα σε σχέση με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, εμείς 130%, η Ιαπωνία 200% και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα).
Δεύτερον, αυτοί οι αριθμοί δείχνουν, ατελώς, τη συγκεκριμένη διάρθρωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. πχ. 4% δαπάνες για την παιδεία δείχνει κάτι για τον τρόπο με τον οποίο έχει φτιαχτεί η ηγεμονική πολιτική διαχείρισης της ελληνικής κοινωνίας. Επομένως δεν είναι ουδέτεροι αριθμοί. Έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα διακυβεύματα των μορφών που παίρνουν οι ταξικές συγκρούσεις στη χώρα. Προχωρώντας λίγο παρακάτω αυτή τη σκέψη, η επίκληση των αριθμών έχει να κάνει με τη επιχείρηση συγκρότησης μίας ηγεμονικής πολιτικής για τη διαχείριση της κρίσης. Παράδειγμα: το να πούμε ότι το έλλειμμα, 12% είναι υψηλό, και με τόσο έλλειμμα αν δεν παρθούν μέτρα λιτότητας για τη μείωσή του οδεύουμε προς την καταστροφή είναι απλά μαγική σκέψη που επιδιώκει δια της παράθεσης μεγάλων αριθμών να μας πείσει ότι κάτι πρέπει να γίνει. Σαν σκέψη δεν συνιστά παρά ένα απλό τρόπο λειτουργίας της ιδεολογίας: την έγκληση/υποταγή σε μία συγκεκριμένη πράξη μέσω της επίκλησης ενός πράγματος που φαίνεται αυτονόητο και μη-αμφισβητήσιμο: Σε κάθε οικογένεια αν εισπράττεις 100 και δαπανάς 112 πάς για φούντο.
Όμως αυτή η σκέψη είναι άκυρη όχι μόνο με μαρξιστικά οικονομικά αλλά με στοιχειώδη οικονομικά πρωτοετών φοιτητών. 1) Όταν παρουσιάζει ύφεση η οικονομική ανάπτυξη τότε έχεις μεγαλύτερες δαπάνες ως κράτος (πχ. επιδόματα ανεργίας ή τα λεφτά που δόθηκαν πέρυσι στις τράπεζες) και λιγότερα έσοδα (επειδή παρουσιάζουν κάμψη τα κέρδη, έχεις λιγότερα έσοδα από φόρους). Επομένως όταν είσαι σε ύφεση, όπως σήμερα, είναι αναμενόμενο να έχεις υψηλό έλλειμμα, όπως έχουν όλα τα κράτη του κόσμου αυτή τη στιγμή. 2) Το έλλειμμα δεν είναι κακό. Σε περιόδους ύφεσης, από τη κρίση του 1929 και μετά ο μόνος τρόπος να περιορίσει ένα κράτος τις συνέπειες μία κρίσης που εξελίσσεται είναι η αύξηση των ελλειμμάτων. Δηλαδή αύξηση των δαπανών για να δημιουργηθούν «δουλειές». Επομένως, αυξημένες δαπάνες, λιγότερα έσοδα = αύξηση ελλειμμάτων. Που βρίσκεις τα λεφτά για δαπάνες; δανείζεσαι. Άρα αυξάνει το χρέος. Επομένως αυτό που στοχοποιείται σήμερα, με την τρομοκρατία των αριθμών του χρέους και των ελλειμμάτων είναι ακριβώς η ικανότητα του ελληνικού κράτους να διαχειριστεί την ύφεση με ένα επωφελή τρόπο για την απασχόληση, περιορίζοντας την ανεργία. Ερώτημα: Γιατί στοχοποιείται η ικανότητα του κράτους να διαχειριστεί την ύφεση με ένα τρόπο που θα είναι επωφελής για τα συμφέροντα των πολλών; απάντηση στη συνέχεια. 3) Το 12% που κουνάνε σαν σημαία οι επίτροποι και οι φυλλάδες λέγοντας ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις για πολύ ακόμη να έχεις ένα τέτοιο έλλειμμα συνιστά ένα «ψέμα». Επειδή αν δεν υπήρχε η κρίση θα είχες έλλειμμα μικρότερο το οποίο δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα. Όπως δεν δημιούργησε πρόβλημα ότι για 25 χρόνια το ελληνικό κράτος όπως και πολλά άλλα κράτη του κόσμου είχε έλλειμμα της τάξης του 3-5%. Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτή η κατάσταση, βγαίνοντας από τη κρίση, δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί για άλλα 25 χρόνια ακόμη, όπως γινότανε άλλωστε. Ερώτημα: Γιατί εμφανίζεται ως αντικειμενικό πρόβλημα μία κατάσταση η οποία δεν συνιστούσε πρόβλημα για 25 χρόνια τώρα;
Σίγουρα όχι πάνω στη βάση των αριθμών αλλά με κάποιες δεύτερες σκέψεις, κάποιες συμπληρωματικές υποθέσεις γύρω από το τι πρέπει να γίνει. Δηλαδή με άλλα λόγια αυτό που συμβαίνει με το τρέηλερ των αριθμών συνίσταται στο με ποιο τρόπο μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι αριθμοί ώστε να συγκροτηθεί μία συγκεκριμένη πολιτική ως ηγεμονική πολιτική διαχείρισης/διεξόδου από την κρίση.

Δύο τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν επομένως:
1) Γιατί εμφανίζεται ως αντικειμενικό, έχοντας υπόσταση φυσικού νόμου κάτι το οποίο δεν έχει τέτοια υπόσταση; με ποιόν τρόπο παράγονται οι αντικειμενικότητες που μοστράρουν πρωτοσέλιδα;
2) ποιες είναι προτάσεις της αριστεράς και τη αντικειμενικότητα/ρεαλισμό έχουν;

Για να καταλάβουμε τον τρόπο που σχηματίζεται το τι συνιστά αντικειμενικό και τον τρόπο με τον οποίο παράγονται τα οικονομικά γεγονότα τα οποία ζήσαμε, ζούμε και τα οποία θα εμφανιστούν στο άμεσο μέλλον μπροστά μας πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας μία έννοια και τρείς – τέσσερις παράγοντες οι οποίοι δρουν για να παράγουν το τι πρέπει να θεωρηθεί αντικειμενικό και τι ουτοπικό ή μη-ρεαλιστικό. Αυτά αναπτύσσουμε στη συνέχεια.

Θέση 2 (μια θεμελιώδης έννοια για το σχηματισμό της εμπειρίας μας)
Το χρέος είναι μορφή Πίστης και προβλήματα υπάρχουν όταν δεν υπάρχει Πίστη. Δηλαδή εμπιστοσύνη στη μελλοντική κερδοφορία και στη δυνατότητα το χρέος να είναι ‘παραγωγικό’ για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Με άλλα λόγια σε δανείζουν αν πιστεύουν ότι έχεις ένα σχέδιο κερδοφόρο από τη σκοπιά της αναπαραγωγής. Δεν σε δανείζουν όταν δεν υπάρχει τέτοια εμπιστοσύνη. Στην πιο απλή μορφή σε δανείζουν όταν υπάρχει εμπιστοσύνη ότι θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω με ένα ικανοποιητικό τόκο.
Οι δανειστές (τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αγοράζουν τίτλους χρέους όπως τα ομόλογα) προεξοφλούν σήμερα το κατά πόσο η τάδε επιχείρηση θα παράγει κέρδη στο μέλλον και στη βάση αυτή τη δανείζουν. Με ένα τρόπο κάτι παρόμοιο γίνεται και με τα κράτη. Οι δανειστές προεξοφλούν κατά πόσο οι οικονομικές πολιτικές των κρατών είναι συμβατές με τη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως την καταλαβαίνουν οι ίδιοι, και αν κρίνουν ότι οι οικονομικές πολιτικές υπόσχονται ‘κανονική’ λειτουργία και εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, επομένως και της δυνατότητα να λαμβάνουν οι ίδιοι κανονικά την αποπληρωμή του, τότε προχωρούν στο δανεισμό με καλούς όρους (π.χ. χαμηλό επιτόκιο) ή με χειρότερους όρους (πιο υψηλά επιτόκια) αν διάφοροι παράγοντες σκιάζουν την ‘κανονική/ομαλή’ εξυπηρέτηση του στόχου διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ή και δεν προχωρούν καθόλου σε δανεισμό (π.χ η Βενεζουέλα λόγω πολιτικών Τσάβες δεν κρίνεται και πολύ σόι σαν τόπος παραθερισμού δανείσιμων κεφαλαίων) {Εδώ ίσως χρειάζεται το καταπληκτικό απόσπασμα του Μαρξ από Τρίτο Τόμο}.

Μία έκφραση, η οποία δεν μπορεί να αιτιολογηθεί πλήρως εδώ, συνοψίζει τη νεοφιλελεύθερη μορφή με την οποία οργανώνεται η Πίστη. Αποτελεί ένα μηχανισμό  πειθάρχησης των επιχειρήσεων και των κρατών στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού επειδή αποτελεί ένα μηχανισμό αναπαράστασης της κίνησης του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου.

Με άλλα λόγια ο πιο βασικός παράγοντας που διαμορφώνει την παραγωγή των οικονομικών γεγονότων και τα σύνορα του τι συνιστά αντικειμενικό/εφικτό είναι ο τρόπος λειτουργίας της Πίστης. Μία δυναμική κατάσταση, με την έννοια ότι σήμερα λαμβάνονται υπόψη και προσδιορίζουν τις σημερινές συμπεριφορές και αποφάσεις, μελλοντικές καταστάσεις οι οποίες εκτιμάται ότι θα προκύψουν.
Αυτός είναι ο θεμέλιος λόγος για τον οποίο – παρά του ότι όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το ελληνικό κράτος θα μπορούσε σήμερα να αποπληρώνει ομαλά το χρέος του (αν δεν αλλάξουν πολύ δραματικά τα πράγματα στη διεθνή οικονομία) – σχηματίζεται αυτό το σκηνικό πανικού. Για να καταλάβουμε, ωστόσο, γιατί συνιστά θεμέλιο λόγο και πώς λειτουργεί το πράγμα απαιτείται να έρθουν επί σκηνής κάποιοι παράγοντες ακόμη και αυτό αποδεικνύεται από το παρακάτω παράδειγμα που δείχνει ότι δεν είναι οι αγορές ο καθοριστικός παράγοντας αν και θεμέλιος.

Θέση 3 (για την απόδειξη πώς ό,τι εμφανίζεται δεν έχει την αντικειμενικότητα ενός φυσικού νόμου και εισαγωγή του πρώτου παράγοντα)

Όταν προηγουμένως αναφερθήκαμε στη Πίστη, εισάγαμε επίσης ένα πρώτο παράγοντα: τις τράπεζες ελληνικές και διεθνείς και γενικότερα ό,τι ονομάζουμε διεθνείς αγορές τίτλων χρέους (ομολόγων). Αυτές δανείζουν το ελληνικό κράτος κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε αυτές διαμορφώνεται το πόσο μεγάλο ή μικρό θα είναι το επιτόκιο με το οποίο επιβαρύνεται και από αυτές. Πολλές φορές σε αυτές, τους κερδοσκόπους, πέφτει το μεγάλο ανάθεμα σήμερα για την κατάσταση χρεωκοπίας που διαμορφώνεται. Το επιχείρημα σερβίρεται ως εξής: δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο πέραν απ’ ότι μας ζητάνε οι διεθνείς αγορές γιατί διαφορετικά δεν θα μας δανείσουν. Και αυτό που μας ζητάνε είναι υγιής προϋπολογισμός, επομένως μονόδρομος.
Ωστόσο, παρόμοιο σκηνικό τρόμου γύρω από το χρέος είχε διαμορφωθεί πέρυσι το Φεβρουάριο. Και ξαφνικά αυτό χάθηκε από τον ορίζοντα για να επανέλθει φέτος το Νοέμβρη. Η απάντηση του γιατί χάθηκε είναι πολύ απλή αλλά και πολύ διαφωτιστική για το πώς στήνεται το παιχνίδι. Άρκεσε μία δήλωση ενός Γερμανού εκπροσώπου της Κεντρικής τράπεζας {όνομα, ημερομηνία}, ότι δεν θα αφεθεί καμία χώρα της Ευρώπης να διακινδυνεύσει λόγω της αύξησης των χρεών αλλά θα υπάρξει μηχανισμός συνδρομής. Αμέσως μετά, τα πασίγνωστα πλέον spread, τα οποία είχαν εκτιναχθεί χαμήλωσαν και επανήλθε νηνεμία. Να υπογραμμίσουμε ότι αυτό το γεγονός δείχνει ότι οι αριθμοί δεν είναι σημαντικοί αυτοί καθ’ εαυτοί αλλά ‘άλλα πράγματα’, εν προκειμένω μία δήλωση ενός θεσμικού αξιωματούχου της ΕΕ. Επομένως ο καθοριστικός παράγοντας για το σημερινό σκηνικό δεν είναι οι αγορές – να μη ξεχνάμε ότι αυτές συντίθενται και από ελληνικά κεφάλαια, όπως τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, μεμονωμένους κεφαλαιούχους κλπ. – δεν είναι οι κερδοσκόποι όπως λέγονται, ακόμη και από εμάς πολλές φορές. Αλλά ο συνδυασμός αυτών μαζί με παράγοντες εκτός αγορών οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν τον ορίζοντα των προσδοκιών τους, με άλλα λόγια, να διαμορφώσουν το πλαίσιο μέσω του οποίου ασκούν τη καταστατική λειτουργία τους: να προεξοφλούν και μέσω αυτής να υλοποιούν ένα μηχανισμό πειθάρχησης (εθελούσιας υπαγωγής) στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Θέση 4. (Η πολιτική της ΕΕ, ο καθοριστικός παράγοντας και ο «δρόμος για την κόλαση»)

Δεύτερος παράγοντας, ο πιο σημαντικός, ίσως για τη διαμόρφωση του σκηνικού επαπειλούμενης χρεωκοπίας και για τις αποφάσεις των «αγορών» απέναντι στο ελληνικό κράτος: η πολιτική που έχει χαράξει η ΕΕ σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης.
Από την περασμένη άνοιξη, πριν τη σύνοδο των G-20, ερρίφθη ο κύβος για το είδος της διαχείρισης της κρίσης στην Ευρώπη. Η Ευρώπη δίνει την απάντηση του Χ. Χούβερ στην κρίση του ’29 στις ΗΠΑ: πάνω απ’ όλα οι υγιείς προϋπολογισμοί, με κύριο εκφραστή τη Γερμανία. Μία απάντηση που συνεπικουρείται από το πνεύμα της συνθήκης των Βερσαλλιών: ο χαμένος πληρώνει τους υπόλοιπους. Στην πιο σημαντική ερώτηση που αφορά τη παγκόσμια κοινότητα, ποια είναι η κατάλληλη πολιτική για την έξοδο από τη κρίση, η απάντηση της Ευρώπης εκφράστηκε μέσω της ρήσης του Topolanek, Τσέχου προεδρεύοντος τότε της ΕΕ {ημερομηνία}: κάθε αύξηση των δαπανών για να τιθασευτεί η ανεργία συνιστά δρόμο για την κόλαση.
Ερώτημα: γιατί δίνει αυτή την απάντηση η ΕΕ;
Επειδή η κρίση αυξάνει αναγκαστικά τις δημόσιες δαπάνες, όπως αναφέραμε προηγουμένως, και συνακόλουθα, επίσης αναγκαστικά, το χρέος και τα ελλείμματα. Πέραν της πίεσης που ασκεί αυτή η αύξηση στα επιτόκια (μια οιονεί λαϊκή ρήση: όσο περισσότερο ανάγκη έχει κανείς για χρήμα τόσο υψηλότερο επιτόκιο του χρεώνουν), χωρίς να υπολογίσουμε τις απώλειες των δημοσίων και ιδιωτικών ασφαλιστικών ταμείων από τα χρηματιστήρια που τοποθετούνταν – όπως επιτάσσει η χρηστή και ηθικά νεοφιλελεύθερη διαχείριση των αποθεματικών των ταμείων – και τις οποίες κάποιος θα πρέπει να καλύψει τελικά, η αύξηση του χρέους έθεσε ένα άλλης τάξης δίλλημα στις ευρωπαϊκές ιθύνουσες τάξεις:
ή θα προβούν για την αντιμετώπιση της κρίσης σε ευρύτατες παρεμβάσεις που θα έθεταν σε έμπρακτη αμφισβήτηση το τρέχον υπόδειγμα συγκρότησης της Ευρώπης και τις ταξικές συμμαχίες που αντιπροσωπεύονται σε αυτό ή θα επέμεναν, αρτηριοσκληρωτικά κάπως, σε αυτό (πολιτικές όπως συλλογικός μηχανισμός αντιμετώπισης της κρίσης; ευρωομόλογο; δανεισμός των κρατών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; δημοσιονομικές πολιτικές που στοχεύουν στην απασχόληση πανευρωπαϊκά αποτελούν πολιτικές οι οποίες ακυρώνουν το Σύμφωνο Σταθερότητας και απαιτούν άλλο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα).
Με άλλα λόγια το δίλημμα που τέθηκε από την κρίση ήταν και είναι ακόμη: ή ο νεοφιλελευθερισμός θα πάψει πλέον να είναι ηγεμονική πολιτική στη Ευρώπη επειδή η κρίση «απαιτεί» κευνσιανού τύπου πολιτικές (αυξημένες δαπάνες) και συλλογικό μηχανισμό αντιμετώπισης ή ενάντια σε κάθε λογική προστασίας των δικαιωμάτων σε αξιοπρεπή ζωή των πολλών θα επιχειρηθεί να επιβιώσει[1].
Η απόφαση της Commission, την περασμένη άνοιξη {αριθμός απόφασης} είναι σαφής ως προς την απάντηση στο δίλημμα, χωρίς και πολύ μεγάλο προβληματισμό. Όλοι θυμόμαστε το μέγα Σαρκοζί, και την αγγελική Μέρκελ να κατακεραυνώνει την αναλγησία του νεοφιλελευθερισμού και του άκρατου καπιταλισμού, συνυπογράφοντας ταυτόχρονα σε ότι πιο ακραία νεοφιλελεύθερο έχει υπάρξει από την εποχή του Χούβερ για την αντιμετώπιση μίας κρίσης: Η κρίση αποτελεί ευκαιρία να επιτευχθούν με γρήγορους ρυθμούς αλλαγές στα εργασιακά, περισσότερη ελαστικοποίηση της εργασίας, στα ασφαλιστικά συστήματα, στην υγεία, στην παιδεία με ευρύτερη εκχώρηση αρμοδιοτήτων στον ιδιωτικό τομέα. Αποτελεί ευκαιρία προφανώς, επειδή η κρίση αδυνατίζει, μέσω του χρέους και των ελλειμμάτων, τα δημόσια οικονομικά και υπό την σιδηρά απειλή των αριθμών του χρέους και των ελλειμμάτων οι όποιες φωνές αμφισβήτησης αντιμετωπίζουν περισσότερες πιθανότητες να καμφθούν. Φυσικά, αν και μη-ομολογούμενο, αποδιαρθρώνει επίσης την ισχύ των μισθωτών που φέρνει η απειλή της ανεργίας και η μείωση των εισοδημάτων.
Η απάντηση στο δίλημμα έχει το χαρακτήρα ενός στοιχήματος: να μετατραπεί η αποτυχία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, που παρήγαγε μία παγκόσμια κρίση, σε κινητήριο δύναμη εμβάθυνσής του.
Για να κερδηθεί το στοίχημα, όμως πρέπει να υπάρξει ένας μηχανισμός συμμόρφωσης: οι συνέπειες της κρίσης μπορούν να συντείνουν στην οργάνωση σε κάθε κράτος αμφισβήτησης αυτής της πολιτικής οι οποίες να υπερβαίνουν τις ικανότητες διαχείρισης του τοπικού συλλογικού κεφαλαιοκράτη ή να δημιουργήσουν, στο βαθμό που πλήττονται αρκετά κράτη-μέλη, δυναμικές αμφισβήτησης της τρέχουσας μορφής συγκρότησης της Ευρώπης. Αυτός ο μηχανισμός δοκιμάζεται στην περίπτωση της Ελλάδας: η Ευρώπη θα συμπαρασταθεί σε ένα κράτος υπό τον όρο ότι θα ακολουθήσει τους κανόνες υγιούς προϋπολογισμού. Σε διαφορετική περίπτωση δεν υπάρχει καμία εγγύηση. Δηλαδή, θέτει από το εξωτερικό κάθε κράτους ένα σιδηρούν κανόνα στο «λαό» του κράτους.  Το «υπό τον όρο ότι…» αποτελεί ένα μηχανισμό έκθεσης των κρατών στην απειλή πτώχευσης με στόχο την εθελούσια στοίχιση στις πειθαρχίες του υγιούς νεοφιλελευθέρου υποδείγματος. Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αυτό. Η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, ή και ίδια η Γαλλία ακόμη αποτελούν χώρες που τους αφορά αυτός ο μηχανισμός.
Με βάση το προηγούμενο μπορούμε να καταλάβουμε και την ένταση των δηλώσεων για την περίπτωση της Ελλάδας που έχει κατακλύσει το διεθνή τύπο και η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή ως εξής: η εμμονή σε αυτήν την πολιτική της ΕΕ απαιτεί ως όρο επικύρωσης να εφαρμοστεί ώστε να στοιχίσει όλους τους αμφισβητίες πίσω από κάποια τετελεσμένα (έτσι μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα την επιμονή της Γερμανίας και των συμμάχων της στην παραγωγή δηλώσεων αλλά και των κεντρικών τραπεζιτών που συνθέτουν την ΕΚΤ για την περίπτωση της Ελλάδας).
Προσωρινό συμπέρασμα: οι αγορές ασκούν τη λειτουργία τους ως μηχανισμός πειθάρχησης της ελληνικής οικονομίας με το συγκεκριμένο τρόπο που βιώνουμε επειδή η πολιτική της ΕΕ συνίσταται στην εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος δια της έκθεσης των χωρών-μελών σε αυτόν το μηχανισμό πειθάρχησης.


Ένας πιθανός αδύναμος κρίκος

Από τη σκουριασμένη γραφειοκρατία και το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης, που αφού καταδίκασαν το νεοφιλελευθερισμό made in USA με παράτες γίνονται οι ιεραπόστολοι του «μόνου γνήσιου» νεοφιλελευθερισμού, με «ανθρώπινο» πρόσωπο όταν απαιτείται, λίγα έχουμε να περιμένουμε για μια κοινωνία αλληλεγγύης. Ο εκβιασμός που ασκείται για να κρατηθεί το όραμα Europe LTD ζωντανό, το στοίχημα της Ευρώπης, εξαρτάται τόσο από το βάθος και τη διάρκεια της κρίσης – δηλαδή από την ελπίδα της ΕΕ ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα θα μπορέσουν να αποδειχθούν μηχανές εξόδου από την κρίση χωρίς η ίδια να κάνει σχεδόν τίποτα – όσο και από τις αντοχές των «λαών» της Ευρώπης. Πόσες χρεωκοπίες κρατών, ανεργία, προγράμματα λιτότητας, πτώση εισοδημάτων φτώχεια και απώλειες ασφαλιστικών ταμείων μπορεί να αντέξει , «στο δρόμο για την κόλαση» που διανοίγει;.

Εδώ φαίνεται πόσο σημαντική ήταν η αμφισβήτηση του συμφώνου Σταθερότητας από πλευράς ΣΥΝ, η συζήτηση για ευρωομόλογο ή απ’ ευθείας δανεισμό αλλά και η μη-αμφισβήτηση εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ και η άρνησή του να υποστηρίξει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Και μάλιστα είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις που μία πολιτική ‘επαληθεύεται’-ΣΥΡΙΖΑ ή ‘διαψεύδεται’-ΠΑΣΟΚ μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο


Θέση 5 (Δεν υπάρχει καμία σύγκρουση εχθρών της Ελλάδας και υπερήφανα αντιστεκόμενων Ελλήνων. Η σύγκρουση είναι ταξική και όχι μεταξύ εθνικών καπιταλισμών)

Ο αφανής τρίτος παράγοντας ο οποίος διαπλέκεται με όλους τους προηγούμενους (δηλαδή τόσο με τις πολιτικές της ΕΕ και τους ανταγωνισμούς στην ΕΕ, όσο και με τις αγορές χρήματος και χρέους). Αυτός συνίσταται στις ειδικές ανάγκες του ελληνικού κεφαλαίου για νεοφιλελεύθερες αλλαγές. Ανάγκες που βρίσκονται σε συντονισμό με την πολιτική της ΕΕ να χρησιμοποιηθεί η κρίση και η αδυναμία των δημόσιων οικονομικών λόγω κρίσης ώστε να επιταχυνθούν αλλαγές στο δημόσιο χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος, στην υγεία στην παιδεία και στις εργασιακές σχέσεις. Αυτός ο ειδικός παράγοντας έχει σχέση με την πίεση που μπορούν να ασκήσουν οι αγορές, οι θεσμικοί εκπρόσωποι της ΕΕ και της ΕΚΤ (πχ οι δηλώσεις Παπαδήμου ή άλλων αξιωματούχων που συνιστούν σήματα που μεταβάλλουν τις προσδοκίες που διαμορφώνουν οι αγορές) ώστε το πείραμα ενός εκσυγχρονισμού της σοσιαλδημοκρατίας που επιχειρεί το ΠΑΣΟΚ να στοιχηθεί κάτω από τις κυρίαρχες στην ΕΕ επιδιώξεις (Παράδειγμα: οι δηλώσεις Προβόπουλου στη συζήτηση του προϋπολογισμού που έδωσαν το έναυσμα για μία «επίθεση» που οδήγησε σε μία συντηρητικότερη αναδίπλωση του ΠΑΣΟΚ ή οι δηλώσεις του ίδιου κυρίου ώστε να ακυρωθούν διατάξεις του πτωχευτικού νομοσχεδίου που κατέθεσε η Λ. Κατσέλη και τις οποίες δεν ήθελαν οι εγχώριοι τραπεζίτες).

Η δεύτερη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που δικαιώνεται σε λιγότερο από ένα χρόνο είναι αυτή της ανάπτυξης ενός δημόσιου τραπεζικού τομέα, εφόσον και λιγότερο χρέος θα ήταν δυνατό να υπάρξει και θα υπήρχε η δυνατότητα να πιέσεις τα επιτόκια των ομολόγων προς τα κάτω (σε μικρό βαθμό αλλά υπαρκτό) και θα είχες βαθμούς ανεξαρτησίας σε σχέση με το μηχανισμό πειθάρχησης των αγορών.


Θέση 6 (οι πολιτικές που ακολουθούνται συνιστούν ένα αυτοτελή παράγοντα ώστε να παράγονται τίτλοι στα δελτία των 8 επικείμενης χρεοκοπίας)

Τέταρτος παράγοντας τα ίδια τα προγράμματα λιτότητας. Πρέπει να συνυπολογιστούν οι συνέπειες μίας επερχόμενης λιτότητας επ’ αόριστον και των αποτελεσμάτων της ύφεσης. Ένα σχετικά άγνωστο παράδειγμα: οι πολιτικές λιτότητες σε εποχή ύφεσης σημαίνουν ότι πολλά νοικοκυριά θα έχουν δυσκολίες αποπληρωμής των δανείων προς τις τράπεζες. Αυτό το γνωρίζουν οι αγορές από τώρα: ο πιστωτικός οίκος αξιολόγησης Fitch υποβάθμισε την πιστωτική αξιολόγηση τίτλων που βασίζονται σε δάνεια ελληνικών τραπεζών επειδή εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι οι πολιτικές λιτότητας που θα ασκηθούν θα προκαλέσουν περισσότερες επισφάλειες στις τράπεζες (θα αυξηθεί, μ’ άλλα λόγια, το ποσοστό των καθυστερήσεων πληρωμής ή αδυναμίας πληρωμής των δανείων) με αποτέλεσμα πίεση στις τράπεζες και μεγαλύτερες δυσκολίες χρηματοδότησης της οικονομίας. Άλλο πιο γνωστό παράδειγμα: οι πολιτικές λιτότητας σημαίνουν πτώση των εισοδημάτων και επομένως πτώση της δυνατότητας το κράτος να έχει έσοδα μέσω των φόρων.
Με άλλα λόγια οι πολιτικές που προτείνονται από τους διεθνείς οίκους και οργανισμούς είναι μεν πολιτικές πτώχευσης των μισθωτών, των συνταξιούχων, της παραγωγής δημόσιων αγαθών κ.τ.λ. για να μπορούν οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων (έλληνες και ξένοι, σε ένα ποσοστό από 30/70 έως 50/50) να λαμβάνουν κανονικά τις αποπληρωμές του χρέους. Αλλά επίσης είναι και πολιτικές που δεν εγγυώνται ότι δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα την  επιβάρυνση και των όρων δανεισμού και την αυξημένη πιθανότητα αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους στο μέλλον. Οι πολιτικές που προτείνονται ως έξοδος από το φάσμα της χρεοκοπίας είναι πολιτικές που φλερτάρουν μαζί του και αυτό ακυρώνει οποιαδήποτε πειστικότητα από το ρεαλισμό που υποτίθεται ότι κουβαλάνε. Μένει πλέον ως μόνος ρεαλισμός, γυμνός, η εξωτερική απειλή των αγορών που έχει δημιουργηθεί όμως από όλες τις κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ: αν δεν τις ακολουθήσουμε τότε θα μας τιμωρήσουνε.

Θέση 6α (Η συμπεριφορά της αγέλης στις αγορές αποτελεί πάντα ένα παράγοντα)

Πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η πολιτική που διαμορφώνει η Ευρώπη, έκθεσης των κρατών σε κίνδυνο με στόχο την εθελούσια συμμόρφωση, έχει ομοιότητες με το τεντωμένο σχοινί του σχοινοβάτη: επειδή σε συνάρτηση με τυχαία γεγονότα ενδέχεται τα ατομικά κεφάλαια που κινούνται στις αγορές χρέους να σχηματίσουν αυτοτροφοδοτούμενες πεποιθήσεις ότι δεν πρέπει να εκτεθούν στο δανεισμό της ελλάδας ή άλλης χώρας και να οδηγηθούν σε στοιχισμένες συμπεριφορές άρνησης δανεισμού, ακόμη και να κανείς δεν το επιδιώκει, έτσι ώστε με ένα κύμα πανικού, να δημιουργήσουν καθεστώς χρεοκοπίας.


Θέση 7. Για την πηγή της αντικειμενικότητας των αριθμών
Επομένως, στη βάση αυτών των παραγόντων – χωρίς να υπολογίσουμε τη διεθνή κατάσταση και τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη– ανοίγει ένα χρονικό διάστημα όπου πρέπει να αναμένουμε μία σειρά αντίστοιχων επεισοδίων απειλών χρεοκοπίας που θα στοχεύουν στη λήψη και άλλων μέτρων μέσω μίας συνεχούς διαπραγμάτευσης.
Αλλά επίσης μπορούμε να καταλάβουμε ότι το πρόβλημα δεν προκύπτει από τους αριθμούς αυτούς καθ’ εαυτούς, αλλά από συγκεκριμένες επιδιώξεις που κινούνται με εικόνισμα τους αριθμούς: των αγορών που κερδίζουν από τα δάνεια με τόκο, των πολιτικών που έχουν επιλέξει οι ιθύνουσες τάξεις στην Ευρώπη, των επιδιώξεων του ελληνικού κεφαλαίου. Επιδιώξεων που καθορίζουν τι οφείλουν να μας λένε οι αριθμοί, οι οποίοι ως γνωστό δεν μιλάνε μόνοι τους. Αυτές οι επιδιώξεις, που ανάγονται στις μορφές που παίρνει η ταξική πάλη που διεξάγει το κεφάλαιο ενάντια στην εργασία σήμερα, συντονίζονται ώστε να παραχθεί ένα αποτέλεσμα: μία πολιτική εις βάρος των από κάτω που εργάζεται από το 1995 και μετά αδιαλείπτως, να μπορέσει να διατηρήσει και να διευρύνει την ηγεμονική της θέση ακόμη και αν, λόγω του ότι ως πολιτική λιτότητας εντείνει την ύφεση, συντηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα την κατάσταση επαπειλούμενης χρεοκοπίας.


Θέση 8. Η Αριστερά ή θα εμμείνει στη κριτική της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας ή θα πάψει να είναι αριστερά: δεν μπορεί να υπάρχει εθνική συναίνεση στη διαχείριση της κρίσης.


Ο ρεαλισμός των προτάσεών μας δεν εξαρτάται κυρίως από την αρτιότητά τους ούτε από το πόσο εύκολα φαίνονται εφαρμόσιμοι. Εξαρτάται από τις κοινωνικές συμμαχίες και τα κινήματα που τις στηρίζουν.
Η πρόταση μας για ένα δημόσιο πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα, που θα λειτουργεί με άλλο τρόπο ήταν απόλυτα ρεαλιστική όταν διατυπώθηκε: αντίστοιχες προτάσεις συζητούνταν σοβαρά σε διεθνές επίπεδο ενώ υπήρχαν εκ των πραγμάτων εθνικοποιήσεις τραπεζών. Ήταν δυνατό ακόμη να εξαγοραστούν μεγάλες ελληνικές τράπεζες με λιγότερα χρήματα από όσα δόθηκαν για τη στήριξή τους από την κυβέρνηση Καραμανλή. Αυτό που δεν υπήρχε ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων να επιβληθούν, ούτε στις ΗΠΑ που η συζήτηση είχε την περισσότερη ένταση και τον πιο ισχυρό συσχετισμό δυνάμεων υπέρ της εθνικοποίησης των τραπεζών ούτε στην Ευρώπη που ήταν σχεδόν συντριπτική η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων απόψεων, παρά τις εθνικοποιήσεις τραπεζών στις οποίες προχώρησαν διάφορα κράτη. Τώρα που απομακρυνόμαστε από την πρώτη στιγμή της κρίσης, που έχει επιλεγεί η διατήρηση με λίφτινγκ της αρχιτεκτονικής του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος που γέννησε την κρίση φαίνεται σχεδόν ουτοπική.
Η πρόταση για αμφισβήτηση του Συμφώνου Σταθερότητας ήταν απόλυτα ρεαλιστική παρά τις διαμαρτυρίες τύπων σαν τον Μπεγλίτη. Έμπρακτα έχει καταργηθεί σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και η ανάγκη αντικατάστασής του αποτελεί μία ιδέα που διευρύνει την επιρροή της.
Ο μόνος ρεαλισμός που μπορεί να ακολουθήσει η αριστερά είναι η υπεράσπιση και η εκπροσώπηση των συμφερόντων των κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονταν από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική πριν και αποτελούν και στόχους των σημερινών σχεδίων εθνικής σωτηρίας. Παράλληλα πρέπει να δημιουργήσει συμμαχίες με τα κινήματα που αποτελούν φορείς ιδεών που έρχονται σε ρήξη με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Μόνο έτσι μπορεί να ελπίζει ότι θα δημιουργήσει συσχετισμούς οι οποίοι αυτό που φαίνεται ουτοπικό και ανεφάρμοστο, όπως άλλωστε φαίνονταν και οι πολιτικές τύπου Ρούζβελτ πριν επιβληθούν ή οι πολιτικές όλων των ρήξεων και των επαναστάσεων πριν καταφέρουν να αποκτήσουν τους κοινωνικούς συσχετισμούς που τους επέτρεπαν να εκδιπλωθούν.
Η μόνη ρεαλιστική πολιτική είναι αυτή που οι ανάγκες αποκτούν την πρωτοκαθεδρία πάνω στα κέρδη και στην εμπορευματική λογική, Αυτή που αξιοποιεί την κοινωνική αλληλεγγύη ως βασικό εργαλείο πολιτικής και οδηγό δράσης που επιβάλλεται στην οικονομική διάσταση των λύσεων, ενώ παράλληλα προβάλλει την αναγκαιότητα του κοινωνικού ελέγχου φέρνοντας την πολιτική των μαζών στο προσκήνιο.



[1] παράδειγμα συνοπτικό για το πώς η θετική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα αδυνατίζει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και δημιουργεί όρους αμφισβήτησής της: η έκδοση ευρωομολόγου, δηλαδή να δανείζεται κάθε κράτος με την εγγύηση συνολικά της ΕΕ αδυνατίζει την πίεση των αγορών ομολόγων πάνω σε κάθε κράτος χωριστά και συγχρόνως επιβαρύνει κράτη όπως η Γερμανία τα οποία πληρώνουν χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό που θα διαμορφωνόταν με την έκδοση του ευρωομόλογου. Μέσω ευρωομολόγου κάθε κράτος θα είχε περισσότερους βαθμούς ελευθερίας να δανείζεται στη βάση των αναγκών αντιμετώπισης της ύφεσης χωρίς να μπορούν οι οίκοι αξιολόγησης να υποβαθμίζουν τη πιστοληπτική του ικανότητα επειδή ο προϋπολογισμός του είναι ελλειμματικός και οι αγορές να αντιδρούν ανεβάζοντας τα επιτόκια που χρεώνουν ή απειλώντας με μη-δανεισμό. Μία τέτοια κατάσταση είναι προφανές ότι αδυνατίζει ένα βασικό μηχανισμό εμπέδωσης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος που διαθέτει η ΕΕ: τα κράτη δεν θα μπορούσαν να επικαλούνται τους άτεγκτους κανόνες των αγορών για να απωθήσουν την αντιπροσώπευση κάποιων συμφερόντων των υποτελών τάξεων. Η παραβίαση των ελλειμμάτων θα έθετε σε αμφισβήτηση το Σύμφωνο Σταθερότητας και θα έπρεπε να υπάρχουν άλλοι θεσμικοί μηχανισμοί σχέσεων εντός Ευρώπης. Φαίνεται πιο λογικό, απέναντι σε τάσεις και θεσμικές μετατοπίσεις που δεν αναστρέφονται εύκολα – γιατί να μην δράσουν οι κοινωνίες με αντίστοιχο τρόπο επεκτατικών δημοσίων δαπανών και στη διαφαινόμενη κρίση των ασφαλιστικών ταμείων ή του ευρωπαϊκού συστήματος υγείας ή τη χρηματοδότηση της Παιδείας– να υπάρξει ένας κανόνας εθνικής αναδίπλωσης: κάθε χώρα θα αντιμετωπίσει τη κρίση με ίδια μέσα. Επομένως οι χώρες είτε θα συνεχίσουν να υπόκεινται στον έλεγχο και την τυραννία των αγορών για την αξιολόγηση και χρηματοδότηση της πολιτικής τους για να μη γίνουν άφρονες (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία κλπ), είτε των περιοριστικών πολιτικών του ΔΝΤ αν χρειαστεί να προσφύγουν σε αυτό. Φαίνεται αδιανόητο μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων της Ουγγαρίας να τους πληρώνει η Γερμανία, όπως αδιανόητο είναι και μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων της Κρήτης να τους πληρώνει η Αθήνα)
25/03/2010